Translation meaning & definition of the word "mousetrap" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ποντικοπαγίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mousetrap
[Ποντικοπαγίδα]/maʊstræp/
noun
1. A trap for catching mice
- synonym:
- mousetrap
1. Μια παγίδα για την αλίευση ποντικών
- συνώνυμο:
- ποντικοπαγίδα
2. (american football) a play in which a defensive player is allowed to cross the line of scrimmage and then blocked off as the runner goes through the place the lineman vacated
- synonym:
- mousetrap ,
- trap play
2. ( αμερικανικό ποδόσφαιρο) ένα έργο στο οποίο ένας αμυντικός παίκτης επιτρέπεται να διασχίσει τη γραμμή και στη συνέχεια να μπλοκάρει καθώς ο δρομέας
- συνώνυμο:
- ποντικοπαγίδα ,
- παγίδα