Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "mould" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρέπει" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Mould

[Καλούπι]
/moʊld/

noun

1. Loose soil rich in organic matter

    synonym:
  • mold
  • ,
  • mould

1. Χαλαρό χώμα πλούσιο σε οργανική ύλη

    συνώνυμο:
  • καλούπι
  • ,
  • φόρμα

2. The distinctive form in which a thing is made

  • "Pottery of this cast was found throughout the region"
    synonym:
  • cast
  • ,
  • mold
  • ,
  • mould
  • ,
  • stamp

2. Η διακριτική μορφή με την οποία γίνεται ένα πράγμα

  • "Κεραμική αυτού του καστ βρέθηκε σε όλη την περιοχή"
    συνώνυμο:
  • κατασκευάζω
  • ,
  • καλούπι
  • ,
  • φόρμα
  • ,
  • σφραγίδα

3. The process of becoming mildewed

    synonym:
  • mildew
  • ,
  • mold
  • ,
  • mould

3. Η διαδικασία του να γίνει ωίδιο

    συνώνυμο:
  • ωίδιο
  • ,
  • καλούπι
  • ,
  • φόρμα

4. A fungus that produces a superficial growth on various kinds of damp or decaying organic matter

    synonym:
  • mold
  • ,
  • mould

4. Ένας μύκητας που παράγει επιφανειακή ανάπτυξη σε διάφορα είδη υγρασίας ή αποσύνθεσης οργανικής ύλης

    συνώνυμο:
  • καλούπι
  • ,
  • φόρμα

5. A dish or dessert that is formed in or on a mold

  • "A lobster mold"
  • "A gelatin dessert made in a mold"
    synonym:
  • mold
  • ,
  • mould

5. Ένα πιάτο ή επιδόρπιο που σχηματίζεται μέσα ή πάνω σε ένα καλούπι

  • "Ένα καλούπι αστακού"
  • "Ένα επιδόρπιο ζελατίνης που γίνεται σε ένα καλούπι"
    συνώνυμο:
  • καλούπι
  • ,
  • φόρμα

6. A distinctive nature, character, or type

  • "A leader in the mold of her predecessors"
    synonym:
  • mold
  • ,
  • mould

6. Μια διακριτική φύση, χαρακτήρα ή τύπο

  • "Ένας ηγέτης στο καλούπι των προκατόχων της"
    συνώνυμο:
  • καλούπι
  • ,
  • φόρμα

7. Sculpture produced by molding

    synonym:
  • mold
  • ,
  • mould
  • ,
  • molding
  • ,
  • moulding
  • ,
  • modeling
  • ,
  • clay sculpture

7. Γλυπτική που παράγεται με χύτευση

    συνώνυμο:
  • καλούπι
  • ,
  • φόρμα
  • ,
  • χύτευση
  • ,
  • μοντελοποίηση
  • ,
  • πήλινο γλυπτό

8. Container into which liquid is poured to create a given shape when it hardens

    synonym:
  • mold
  • ,
  • mould
  • ,
  • cast

8. Δοχείο στο οποίο χύνεται υγρό για να δημιουργήσει ένα δεδομένο σχήμα όταν σκληραίνει

    συνώνυμο:
  • καλούπι
  • ,
  • φόρμα
  • ,
  • κατασκευάζω

verb

1. Form in clay, wax, etc

  • "Model a head with clay"
    synonym:
  • model
  • ,
  • mold
  • ,
  • mould

1. Μορφή σε πηλό, κερί, κλπ

  • "Μοντέλο ένα κεφάλι με πηλό"
    συνώνυμο:
  • μοντέλο
  • ,
  • καλούπι
  • ,
  • φόρμα

2. Form by pouring (e.g., wax or hot metal) into a cast or mold

  • "Cast a bronze sculpture"
    synonym:
  • cast
  • ,
  • mold
  • ,
  • mould

2. Μορφή με την έκχυση (ε.π.χ., κερί ή καυτό μέταλλ) σε ένα καστ ή μούχλα

  • "Κάσε ένα χάλκινο γλυπτό"
    συνώνυμο:
  • κατασκευάζω
  • ,
  • καλούπι
  • ,
  • φόρμα

3. Make something, usually for a specific function

  • "She molded the rice balls carefully"
  • "Form cylinders from the dough"
  • "Shape a figure"
  • "Work the metal into a sword"
    synonym:
  • shape
  • ,
  • form
  • ,
  • work
  • ,
  • mold
  • ,
  • mould
  • ,
  • forge

3. Κάντε κάτι, συνήθως για μια συγκεκριμένη λειτουργία

  • "Διαμόρφωσε τις μπάλες του ρυζιού προσεκτικά"
  • "Κύριοι κυλίνδρων από τη ζύμη"
  • "Διαμορφώστε μια φιγούρα"
  • "Εργαστείτε το μέταλλο σε ένα σπαθί"
    συνώνυμο:
  • σχήμα
  • ,
  • φόρμα
  • ,
  • εργασία
  • ,
  • καλούπι
  • ,
  • σφυρηλάτηση