Translation meaning & definition of the word "motto" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σύνθημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Motto
[Μότο]/mɑtoʊ/
noun
1. A favorite saying of a sect or political group
- synonym:
- motto ,
- slogan ,
- catchword ,
- shibboleth
1. Ένα αγαπημένο ρητό μιας αίρεσης ή μιας πολιτικής ομάδας
- συνώνυμο:
- μότο ,
- σύνθημα ,
- λεπτό λήμμα ,
- σιμπολέτο
Examples of using
"Liberty, equality, fraternity" is also the national motto of Haiti.
"Ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα" είναι επίσης το εθνικό σύνθημα της Αϊτής.
One for all, and all for one, this is our motto.
Ένα για όλους, και όλα για ένα, αυτό είναι το σύνθημά μας.
One for all, and all for one, this is our motto.
Ένα για όλους, και όλα για ένα, αυτό είναι το σύνθημά μας.