Translation meaning & definition of the word "motorist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μηχανοκίνητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Motorist
[Αυτοκινητιστήσ]/moʊtərɪst/
noun
1. Someone who drives (or travels in) an automobile
- synonym:
- motorist ,
- automobilist
1. Κάποιος που οδηγεί (ορ ταξιδεύει σε) ένα αυτοκίνητο
- συνώνυμο:
- αυτοκινητιστήσ