Translation meaning & definition of the word "motorcar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μοτοσικλέτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Motorcar
[Αυτοκίνητο]/moʊtərkɑr/
noun
1. A motor vehicle with four wheels
- Usually propelled by an internal combustion engine
- "He needs a car to get to work"
- synonym:
- car ,
- auto ,
- automobile ,
- machine ,
- motorcar
1. Ένα μηχανοκίνητο όχημα με τέσσερις τροχούς
- Συνήθως προωθείται από κινητήρα εσωτερικής καύσης
- "Χρειάζεται ένα αυτοκίνητο για να φτάσει στη δουλειά"
- συνώνυμο:
- αυτοκίνητο ,
- αυτόματος ,
- μηχανή