Translation meaning & definition of the word "motorboat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μηχανοκίνητο σκάφος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Motorboat
[Μηχανοκίνητο σκάφος]/moʊtərboʊt/
noun
1. A boat propelled by an internal-combustion engine
- synonym:
- motorboat ,
- powerboat
1. Ένα σκάφος που προωθείται από έναν κινητήρα εσωτερικής καύσης
- συνώνυμο:
- μηχανοκίνητο σκάφος ,
- πλωτό πλοίο
verb
1. Ride in a motorboat
- synonym:
- motorboat
1. Βόλτα σε ένα μηχανοκίνητο σκάφος
- συνώνυμο:
- μηχανοκίνητο σκάφος