Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "motive" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κινητήρια" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Motive

[Κίνητρο]
/moʊtɪv/

noun

1. The psychological feature that arouses an organism to action toward a desired goal

  • The reason for the action
  • That which gives purpose and direction to behavior
  • "We did not understand his motivation"
  • "He acted with the best of motives"
    synonym:
  • motivation
  • ,
  • motive
  • ,
  • need

1. Το ψυχολογικό χαρακτηριστικό που προκαλεί έναν οργανισμό να δράσει προς έναν επιθυμητό στόχο

  • Ο λόγος της δράσης
  • Αυτό που δίνει σκοπό και κατεύθυνση στη συμπεριφορά
  • "Δεν καταλάβαμε το κίνητρό του"
  • "Ενήργησε με τα καλύτερα κίνητρα"
    συνώνυμο:
  • κίνητρο
  • ,
  • ανάγκη

2. A theme that is repeated or elaborated in a piece of music

    synonym:
  • motif
  • ,
  • motive

2. Ένα θέμα που επαναλαμβάνεται ή επεξεργάζεται σε ένα κομμάτι της μουσικής

    συνώνυμο:
  • μοτίβο
  • ,
  • κίνητρο

3. A design or figure that consists of recurring shapes or colors, as in architecture or decoration

    synonym:
  • motif
  • ,
  • motive

3. Ένα σχέδιο ή σχήμα που αποτελείται από επαναλαμβανόμενα σχήματα ή χρώματα, όπως στην αρχιτεκτονική ή τη διακόσμηση

    συνώνυμο:
  • μοτίβο
  • ,
  • κίνητρο

adjective

1. Causing or able to cause motion

  • "A motive force"
  • "Motive power"
  • "Motor energy"
    synonym:
  • motive(a)
  • ,
  • motor

1. Προκαλώντας ή ικανό να προκαλέσει κίνηση

  • "Κινητήρια δύναμη"
  • "Κινητήρια δύναμη"
  • "Μηχανή ενέργεια"
    συνώνυμο:
  • κινητηρι()
  • ,
  • κινητήρας

2. Impelling to action

  • "It may well be that ethical language has primarily a motivative function"- arthur pap
  • "Motive pleas"
  • "Motivating arguments"
    synonym:
  • motivative(a)
  • ,
  • motive(a)
  • ,
  • motivating

2. Προωθώντας τη δράση

  • "Μπορεί κάλλιστα να είναι ότι η ηθική γλώσσα έχει κυρίως μια κινητήρια λειτουργία" - άρθουρ παπ
  • "Κινητήριες ευχαριστίες"
  • "Κινητήρια επιχειρήματα"
    συνώνυμο:
  • κινητοποιητικό(
  • ,
  • κινητηρι()
  • ,
  • παρακινώντασ

Examples of using

Persons attempting to find a motive in this narrative will be prosecuted; persons attempting to find a moral in it will be banished; persons attempting to find a plot in it will be shot.
Άτομα που προσπαθούν να βρουν κίνητρο σε αυτό το αφήγημα θα διώκονται άτομα που προσπαθούν να βρουν ηθική θα εξοριστούν.
What's his motive for committing murder?
Ποιο είναι το κίνητρό του για τη διάπραξη φόνου?
What was his motive for doing it?
Ποιο ήταν το κίνητρό του για να το κάνει?