Translation meaning & definition of the word "motion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κίνηση" στην ελληνική γλώσσα
Motion
[Κίνηση]noun
1. The use of movements (especially of the hands) to communicate familiar or prearranged signals
- synonym:
- gesture ,
- motion
1. Η χρήση των κινήσεων (ειδικά των χεριών) για την επικοινωνία οικείων ή προκαθορισμένων σημάτων
- συνώνυμο:
- χειρονομία ,
- κίνηση
2. A natural event that involves a change in the position or location of something
- synonym:
- movement ,
- motion
2. Ένα φυσικό γεγονός που περιλαμβάνει μια αλλαγή στη θέση ή τη θέση του κάτι
- συνώνυμο:
- κίνηση
3. A change of position that does not entail a change of location
- "The reflex motion of his eyebrows revealed his surprise"
- "Movement is a sign of life"
- "An impatient move of his hand"
- "Gastrointestinal motility"
- synonym:
- motion ,
- movement ,
- move ,
- motility
3. Αλλαγή θέσης που δεν συνεπάγεται αλλαγή τοποθεσίας
- "Η αντανακλαστική κίνηση των φρυδιών του αποκάλυψε την έκπληξή του"
- "Η κίνηση είναι σημάδι ζωής"
- "Μια ανυπόμονη κίνηση του χεριού του"
- "Γαστρεντερική κινητικότητα"
- συνώνυμο:
- κίνηση ,
- κινώ ,
- κινητικότητα
4. A state of change
- "They were in a state of steady motion"
- synonym:
- motion
4. Μια κατάσταση αλλαγής
- "Βρίσκονταν σε κατάσταση σταθερής κίνησης"
- συνώνυμο:
- κίνηση
5. A formal proposal for action made to a deliberative assembly for discussion and vote
- "He made a motion to adjourn"
- "She called for the question"
- synonym:
- motion ,
- question
5. Επίσημη πρόταση δράσης που υποβλήθηκε σε συνέλευση συζήτησης και ψηφοφορίας
- "Έκανε μια πρόταση για αναβολή"
- "Κάλεσε την ερώτηση"
- συνώνυμο:
- κίνηση ,
- ερώτηση
6. The act of changing location from one place to another
- "Police controlled the motion of the crowd"
- "The movement of people from the farms to the cities"
- "His move put him directly in my path"
- synonym:
- motion ,
- movement ,
- move
6. Η πράξη της αλλαγής θέσης από το ένα μέρος στο άλλο
- "Η αστυνομία έλεγχε την κίνηση του πλήθους"
- "Η μετακίνηση των ανθρώπων από τα αγροκτήματα στις πόλεις"
- "Η κίνησή του τον έβαλε κατευθείαν στο δρόμο μου"
- συνώνυμο:
- κίνηση ,
- κινώ
7. An optical illusion of motion produced by viewing a rapid succession of still pictures of a moving object
- "The cinema relies on apparent motion"
- "The succession of flashing lights gave an illusion of movement"
- synonym:
- apparent motion ,
- motion ,
- apparent movement ,
- movement
7. Μια οπτική ψευδαίσθηση της κίνησης που παράγεται από την προβολή μιας γρήγορης διαδοχής ακόμα εικόνων ενός κινούμενου αντικειμένου
- "Ο κινηματογράφος βασίζεται σε εμφανή κίνηση"
- "Η διαδοχή των φώτων που αναβοσβήνουν έδωσε μια ψευδαίσθηση της κίνησης"
- συνώνυμο:
- φαινομενική κίνηση ,
- κίνηση
verb
1. Show, express or direct through movement
- "He gestured his desire to leave"
- synonym:
- gesticulate ,
- gesture ,
- motion
1. Εμφάνιση, έκφραση ή άμεση μέσω της κίνησης
- "Καταστρέψαμε την επιθυμία του να φύγει"
- συνώνυμο:
- χειρονομώ ,
- χειρονομία ,
- κίνηση