Translation meaning & definition of the word "motif" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μοτίβο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Motif
[Μοτίφ]/moʊtif/
noun
1. A design or figure that consists of recurring shapes or colors, as in architecture or decoration
- synonym:
- motif ,
- motive
1. Ένα σχέδιο ή σχήμα που αποτελείται από επαναλαμβανόμενα σχήματα ή χρώματα, όπως στην αρχιτεκτονική ή τη διακόσμηση
- συνώνυμο:
- μοτίβο ,
- κίνητρο
2. A theme that is repeated or elaborated in a piece of music
- synonym:
- motif ,
- motive
2. Ένα θέμα που επαναλαμβάνεται ή επεξεργάζεται σε ένα κομμάτι της μουσικής
- συνώνυμο:
- μοτίβο ,
- κίνητρο
3. A unifying idea that is a recurrent element in literary or artistic work
- "It was the usual `boy gets girl' theme"
- synonym:
- theme ,
- motif
3. Μια ενοποιητική ιδέα που είναι ένα επαναλαμβανόμενο στοιχείο στη λογοτεχνική ή καλλιτεχνική εργασία
- "Ήταν το συνηθισμένο `το αγόρι παίρνει το θέμα του κοριτσιού"
- συνώνυμο:
- θέμα ,
- μοτίβο