Translation meaning & definition of the word "mote" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαρτυρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mote
[Ψηφίζω]/moʊt/
noun
1. (nontechnical usage) a tiny piece of anything
- synonym:
- atom ,
- molecule ,
- particle ,
- corpuscle ,
- mote ,
- speck
1. ( μη τεχνική χρήση) ένα μικροσκοπικό κομμάτι από οτιδήποτε
- συνώνυμο:
- άτομο ,
- μόριο ,
- σωματίδιο ,
- απόσταση ,
- στίγμα