Translation meaning & definition of the word "mosey" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μουσεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mosey
[Μουσείο]/moʊzi/
verb
1. Walk leisurely
- synonym:
- amble ,
- mosey
1. Περπατήστε χαλαρά
- συνώνυμο:
- ευκίνητοσ ,
- μοζέ