Translation meaning & definition of the word "mosaic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μωσαϊκό" στην ελληνική γλώσσα
Mosaic
[Μωσαϊκό]noun
1. Art consisting of a design made of small pieces of colored stone or glass
- synonym:
- mosaic
1. Τέχνη που αποτελείται από ένα σχέδιο από μικρά κομμάτια από χρωματιστή πέτρα ή γυαλί
- συνώνυμο:
- μωσαϊκό
2. Viral disease in solanaceous plants (tomatoes, potatoes, tobacco) resulting in mottling and often shriveling of the leaves
- synonym:
- mosaic
2. Ιογενής νόσος σε σολανογόνα φυτά (τομάτες, πατάτες, καπν) με αποτέλεσμα την εμφιάλωση και συχνά τη συρρίκνωση των φύλλων
- συνώνυμο:
- μωσαϊκό
3. A freeware browser
- synonym:
- Mosaic
3. Ένα πρόγραμμα περιήγησης δωρεάν λογισμικού
- συνώνυμο:
- Μωσαϊκό
4. A pattern resembling a mosaic
- synonym:
- mosaic
4. Ένα μοτίβο που μοιάζει με μωσαϊκό
- συνώνυμο:
- μωσαϊκό
5. Transducer formed by the light-sensitive surface on a television camera tube
- synonym:
- mosaic
5. Μετατροπέας που σχηματίζεται από την ευαίσθητη στο φως επιφάνεια σε σωλήνα τηλεοπτικής κάμερας
- συνώνυμο:
- μωσαϊκό
6. Arrangement of aerial photographs forming a composite picture
- synonym:
- mosaic ,
- arial mosaic ,
- photomosaic
6. Διάταξη αεροφωτογραφιών που σχηματίζουν σύνθετη εικόνα
- συνώνυμο:
- μωσαϊκό ,
- βιομηχανικό μωσαϊκό ,
- φωτομοαστικόσ
adjective
1. Of or relating to moses or the laws and writings attributed to him
- "Mosaic law"
- synonym:
- Mosaic
1. Από ή σχετικά με τον μωυσή ή τους νόμους και τα γραπτά που του αποδίδονται
- "Μωσαϊκός νόμος"
- συνώνυμο:
- Μωσαϊκό