Translation meaning & definition of the word "mortgage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποθήκη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mortgage
[Υποθήκη]/mɔrgəʤ/
noun
1. A conditional conveyance of property as security for the repayment of a loan
- synonym:
- mortgage
1. Μια υπό όρους μεταφορά ακινήτων ως εγγύηση για την αποπληρωμή ενός δανείου
- συνώνυμο:
- υποθήκη
verb
1. Put up as security or collateral
- synonym:
- mortgage
1. Συσκευασμένος ως ασφάλεια ή εξασφάλιση
- συνώνυμο:
- υποθήκη
Examples of using
When Tom lost his job, he couldn't keep up his mortgage repayments and he was threatened with foreclosure.
Όταν ο Τομ έχασε τη δουλειά του, δεν μπορούσε να συνεχίσει τις αποπληρωμές υποθηκών του και απειλήθηκε με αποκλεισμό.