Translation meaning & definition of the word "mortar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κονιάμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mortar
[Μόρταρ]/mɔrtər/
noun
1. A muzzle-loading high-angle gun with a short barrel that fires shells at high elevations for a short range
- synonym:
- mortar ,
- howitzer ,
- trench mortar
1. Ένα πιστόλι υψηλής γωνίας φόρτωσης ρύγχους με ένα κοντό βαρέλι που πυροδοτεί κοχύλια σε υψηλά υψόμετρα για ένα μικρό εύρος
- συνώνυμο:
- κονίαμα ,
- ο Χιούιτζερ ,
- τάφρος κονίαμα
2. Used as a bond in masonry or for covering a wall
- synonym:
- mortar
2. Χρησιμοποιείται ως δεσμός στην τοιχοποιία ή για την κάλυψη ενός τοίχου
- συνώνυμο:
- κονίαμα
3. A bowl-shaped vessel in which substances can be ground and mixed with a pestle
- synonym:
- mortar
3. Ένα δοχείο σε σχήμα κύπελλου στο οποίο οι ουσίες μπορούν να αλεσθούν και να αναμιχθούν με ένα γουδοχέρι
- συνώνυμο:
- κονίαμα
verb
1. Plaster with mortar
- "Mortar the wall"
- synonym:
- mortar
1. Σοβά με κονίαμα
- "Κοντράρετε τον τοίχο"
- συνώνυμο:
- κονίαμα