Translation meaning & definition of the word "mortality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θνητότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mortality
[Θνησιμότητα]/mɔrtæləti/
noun
1. The quality or state of being mortal
- synonym:
- mortality
1. Η ποιότητα ή η κατάσταση του να είσαι θνητός
- συνώνυμο:
- θνησιμότητα
2. The ratio of deaths in an area to the population of that area
- Expressed per 1000 per year
- synonym:
- deathrate ,
- death rate ,
- mortality ,
- mortality rate ,
- fatality rate
2. Η αναλογία των θανάτων σε μια περιοχή προς τον πληθυσμό αυτής της περιοχής
- Εκφραζόμενος ανά 1000 ετησίως
- συνώνυμο:
- θανατηφόρο ,
- ποσοστό θανάτου ,
- θνησιμότητα ,
- ποσοστό θνησιμότητας