Translation meaning & definition of the word "morphology" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μορφολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Morphology
[Μορφολογία]/mɔrfɑləʤi/
noun
1. The branch of biology that deals with the structure of animals and plants
- synonym:
- morphology
1. Ο κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη δομή των ζώων και των φυτών
- συνώνυμο:
- μορφολογία
2. Studies of the rules for forming admissible words
- synonym:
- morphology
2. Μελέτες των κανόνων για τη διαμόρφωση παραδεκτών λέξεων
- συνώνυμο:
- μορφολογία
3. The admissible arrangement of sounds in words
- synonym:
- morphology ,
- sound structure ,
- syllable structure ,
- word structure
3. Η παραδεκτή διάταξη των ήχων με λέξεις
- συνώνυμο:
- μορφολογία ,
- δομή ήχου ,
- συλλαβή δομή ,
- δομή λέξης
4. The branch of geology that studies the characteristics and configuration and evolution of rocks and land forms
- synonym:
- morphology ,
- geomorphology
4. Ο κλάδος της γεωλογίας που μελετά τα χαρακτηριστικά και τη διαμόρφωση και την εξέλιξη των βράχων και των μορφών γης
- συνώνυμο:
- μορφολογία ,
- γεωμορφολογία