Translation meaning & definition of the word "morphine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μορφίνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Morphine
[Μορφίνη]/mɔrfin/
noun
1. An alkaloid narcotic drug extracted from opium
- A powerful, habit-forming narcotic used to relieve pain
- synonym:
- morphine ,
- morphia
1. Ένα αλκαλοειδές ναρκωτικό που εξάγεται από το όπιο
- Ένα ισχυρό, συνήθειο ναρκωτικό που χρησιμοποιείται για την ανακούφιση του πόνου
- συνώνυμο:
- μορφίνη ,
- μορφία