Translation meaning & definition of the word "mores" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περισσότερα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mores
[Μορέσ]/mɔrez/
noun
1. (sociology) the conventions that embody the fundamental values of a group
- synonym:
- mores
1. (κοινωνιολογία) οι συμβάσεις που ενσωματώνουν τις θεμελιώδεις αξίες μιας ομάδας
- συνώνυμο:
- περισσότερα