Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "more" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περισσότερα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

More

[Περισσότερα]
/mɔr/

noun

1. English statesman who opposed henry viii's divorce from catherine of aragon and was imprisoned and beheaded

  • Recalled for his concept of utopia, the ideal state
    synonym:
  • More
  • ,
  • Thomas More
  • ,
  • Sir Thomas More

1. Άγγλος πολιτικός που αντιτάχθηκε στο διαζύγιο του χένρι βιγί από την αικατερίνη της αραγονίας και φυλακίστηκε και αποκεφαλίστηκε

  • Ανακλήθηκε για την έννοια της ουτοπίας, την ιδανική κατάσταση
    συνώνυμο:
  • Περισσότερα
  • ,
  • Τόμας Περισσότερα
  • ,
  • Σερ Τόμας Περισσότερα

adjective

1. (comparative of `much' used with mass nouns) a quantifier meaning greater in size or amount or extent or degree

  • "More land"
  • "More support"
  • "More rain fell"
  • "More than a gallon"
    synonym:
  • more(a)
  • ,
  • more than

1. (συγκριτικό του `πολύ' που χρησιμοποιείται με μάζα ουσιαστικά ) ένας ποσοτικός προσδιορισμός που σημαίνει μεγαλύτερο σε μέγεθος ή ποσότητα ή βαθμό

  • "Περισσότερη γη"
  • "Περισσότερη υποστήριξη"
  • "Περισσότερη βροχή έπεσε"
  • "Περισσότερο από ένα γαλόνι"
    συνώνυμο:
  • περισσό()
  • ,
  • περισσότερο από

2. (comparative of `many' used with count nouns) quantifier meaning greater in number

  • "A hall with more seats"
  • "We have no more bananas"
  • "More than one"
    synonym:
  • more(a)

2. (συγκριτικό του `πολλά' που χρησιμοποιούνται με τον ποσοτικό προσδιορισμό αρίθμησης που σημαίνει μεγαλύτερος σε αριθμό

  • "Μια αίθουσα με περισσότερες θέσεις"
  • "Δεν έχουμε άλλες μπανάνες"
  • "Περισσότερα από ένα"
    συνώνυμο:
  • περισσό()

adverb

1. Used to form the comparative of some adjectives and adverbs

  • "More interesting"
  • "More beautiful"
  • "More quickly"
    synonym:
  • more
  • ,
  • to a greater extent

1. Χρησιμοποιείται για να σχηματίσει τη συγκριτική ορισμένων επιθέτων και επιρρήματα

  • "Πιο ενδιαφέρον"
  • "Πιο όμορφο"
  • "Πιο γρήγορα"
    συνώνυμο:
  • περισσότερο
  • ,
  • σε μεγαλύτερο βαθμό

2. Comparative of much

  • To a greater degree or extent
  • "He works more now"
  • "They eat more than they should"
    synonym:
  • more

2. Συγκριτικά πολλά

  • Σε μεγαλύτερο βαθμό ή βαθμό
  • "Τώρα δουλεύει περισσότερο"
  • "Τρώνε περισσότερο από όσο πρέπει"
    συνώνυμο:
  • περισσότερο

Examples of using

This argument is nothing more than rhetoric.
Αυτό το επιχείρημα δεν είναι τίποτα περισσότερο από ρητορική.
Do you think anybody would pay more than thirty dollars for this?
Πιστεύετε ότι κάποιος θα πληρώσει περισσότερα από τριάντα δολάρια για αυτό?
Tom probably knows more than he's telling us.
Ο Τομ πιθανότατα ξέρει περισσότερα από όσα μας λέει.