Translation meaning & definition of the word "morbid" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νηπιαγωγείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Morbid
[Νοσηρός]/mɔrbəd/
adjective
1. Suggesting an unhealthy mental state
- "Morbid interest in death"
- "Morbid curiosity"
- synonym:
- morbid
1. Προτείνοντας μια ανθυγιεινή ψυχική κατάσταση
- "Βαρύ ενδιαφέρον για το θάνατο"
- "Περιέργεια"
- συνώνυμο:
- νοσηρός
2. Suggesting the horror of death and decay
- "Morbid details"
- synonym:
- ghoulish ,
- morbid
2. Υποδηλώνοντας τη φρίκη του θανάτου και της αποσύνθεσης
- "Πολύ λεπτομέρειες"
- συνώνυμο:
- αποτυπωμένοσ ,
- νοσηρός
3. Caused by or altered by or manifesting disease or pathology
- "Diseased tonsils"
- "A morbid growth"
- "Pathologic tissue"
- "Pathological bodily processes"
- synonym:
- diseased ,
- morbid ,
- pathologic ,
- pathological
3. Προκαλείται ή τροποποιείται από ή εκδηλώνεται ασθένεια ή παθολογία
- "Αμυγδαλές αμυγδαλές"
- "Νοσηρή ανάπτυξη"
- "Παθολογικός ιστός"
- "Παθολογικές σωματικές διαδικασίες"
- συνώνυμο:
- ασθενήσ ,
- νοσηρός ,
- παθολογοανατομικέσ ,
- παθολογικός