Translation meaning & definition of the word "morally" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρωτότυπα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Morally
[Ηθική]/mɔrəli/
adverb
1. With respect to moral principles
- "Morally unjustified"
- synonym:
- morally
1. Σε σχέση με τις ηθικές αρχές
- "Ηθικά αδικαιολόγητη"
- συνώνυμο:
- ηθικά
2. In a moral manner
- "He acted morally under the circumstances"
- synonym:
- morally ,
- virtuously
2. Με ηθικό τρόπο
- "Ενήργησε ηθικά υπό τις συνθήκες"
- συνώνυμο:
- ηθικά ,
- ενάρετα
Examples of using
I'm far away from thinking anything bad about you; on the contrary, I'm grateful to you for expressing this accusation. The indefinite situation I've been in for two last years was morally unbearable for me.
Απέχω πολύ από το να σκέφτομαι κάτι κακό για σένα αντίθετα, σε ευχαριστώ που εξέφρασες αυτή την κατηγορία. Η αόριστη κατάσταση στην οποία βρίσκομαι τα τελευταία δύο χρόνια ήταν ηθικά αφόρητη για μένα.
Why do some people consider it morally wrong to eat meat?
Γιατί μερικοί άνθρωποι θεωρούν ηθικά λάθος να τρώνε κρέας?