Translation meaning & definition of the word "moralism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ηθική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Moralism
[Ηθικολογία]/mɔrəlɪzəm/
noun
1. A moral maxim
- synonym:
- moralism
1. Ένα ηθικό μέγιστο
- συνώνυμο:
- ηθικολογία
2. Judgments about another person's morality
- "He could not stand her hectoring moralism"
- synonym:
- moralism
2. Αποφάσεις για την ηθική ενός άλλου ατόμου
- "Δεν μπορούσε να την αντέξει στον απαιτητικό ηθικολογία"
- συνώνυμο:
- ηθικολογία