Translation meaning & definition of the word "morale" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ηθική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Morale
[Ηθικόσ]/məræl/
noun
1. A state of individual psychological well-being based upon a sense of confidence and usefulness and purpose
- synonym:
- morale
1. Μια κατάσταση ατομικής ψυχολογικής ευεξίας βασισμένη σε μια αίσθηση εμπιστοσύνης, χρησιμότητας και σκοπού
- συνώνυμο:
- ηθικό
2. The spirit of a group that makes the members want the group to succeed
- synonym:
- esprit de corps ,
- morale ,
- team spirit
2. Το πνεύμα μιας ομάδας που κάνει τα μέλη να θέλουν η ομάδα να πετύχει
- συνώνυμο:
- εσπρίτ Σώμα ,
- ηθικό ,
- ομαδικό πνεύμα