Translation meaning & definition of the word "moraine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μοριάν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Moraine
[Μοραίνη]/məren/
noun
1. Accumulated earth and stones deposited by a glacier
- synonym:
- moraine
1. Συσσωρευμένη γη και πέτρες που κατατίθενται από έναν παγετώνα
- συνώνυμο:
- μορέιν