Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "mop" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σφουγγαρίστρα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Mop

[Σφουγγαρίστρα]
/mɑp/

noun

1. Cleaning implement consisting of absorbent material fastened to a handle

  • For cleaning floors
    synonym:
  • swab
  • ,
  • swob
  • ,
  • mop

1. Εφαρμογή καθαρισμού που αποτελείται από απορροφητικό υλικό στερεωμένο σε μια λαβή

  • Για τον καθαρισμό δαπέδων
    συνώνυμο:
  • πατώ
  • ,
  • επιπλήττω
  • ,
  • σφουγγαρίστρα

verb

1. To wash or wipe with or as if with a mop

  • "Mop the hallway now"
  • "He mopped her forehead with a towel"
    synonym:
  • wipe up
  • ,
  • mop up
  • ,
  • mop

1. Για να πλύνετε ή να σκουπίσετε με ή σαν με μια σφουγγαρίστρα

  • "Σταματήστε το διάδρομο τώρα"
  • "Σκουπίζει το μέτωπό της με μια πετσέτα"
    συνώνυμο:
  • σκουπίζω
  • ,
  • σφουγγαρίζω
  • ,
  • σφουγγαρίστρα

2. Make a sad face and thrust out one's lower lip

  • "Mop and mow"
  • "The girl pouted"
    synonym:
  • pout
  • ,
  • mop
  • ,
  • mow

2. Κάντε ένα λυπημένο πρόσωπο και σπρώξτε έξω το κάτω χείλος κάποιου

  • "Σφουγγαρίστρα και κουρελού"
  • "Το κορίτσι πουλούσε"
    συνώνυμο:
  • πουλί
  • ,
  • σφουγγαρίστρα
  • ,
  • κουρελιάζω

Examples of using

I promise I'll mop the floor tomorrow morning.
Υπόσχομαι ότι θα σφουγγαρίσω το πάτωμα αύριο το πρωί.
I promise I'll mop the floor tomorrow morning.
Υπόσχομαι ότι θα σφουγγαρίσω το πάτωμα αύριο το πρωί.