Translation meaning & definition of the word "moose" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επάλειψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Moose
[Μους]/mus/
noun
1. Large northern deer with enormous flattened antlers in the male
- Called `elk' in europe and `moose' in north america
- synonym:
- elk ,
- European elk ,
- moose ,
- Alces alces
1. Μεγάλο βόρειο ελάφι με τεράστια πεπλατυσμένα κέρατα στο αρσενικό
- Λέγεται `ελκ στην ευρώπη και `επάλειψη' στη βόρεια αμερική
- συνώνυμο:
- ελκ ,
- Ευρωπαϊκό άλκη ,
- ανατροφή ,
- Άλκες άλγη