Translation meaning & definition of the word "moorland" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαυριλανδία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Moorland
[Χαώδησ]/mʊrlænd/
noun
1. Open land usually with peaty soil covered with heather and bracken and moss
- synonym:
- moor ,
- moorland
1. Ανοικτή γη συνήθως με τύρφη χώμα που καλύπτεται με την ερείκη και βρύα και βρύα
- συνώνυμο:
- αγκυροβολώ ,
- περιφέρεια του Μόχλαντ