Translation meaning & definition of the word "moor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καημένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Moor
[Κουρτίνα]/mʊr/
noun
1. One of the muslim people of north africa
- Of mixed arab and berber descent
- Converted to islam in the 8th century
- Conqueror of spain in the 8th century
- synonym:
- Moor
1. Ένας από τους μουσουλμάνους της βόρειας αφρικής
- Μικτής αραβικής και βερβερικής καταγωγής
- Προσηλυτίστηκε στο ισλάμ τον 8ο αιώνα
- Κατακτητής της ισπανίας τον 8ο αιώνα
- συνώνυμο:
- Κουρτίνα
2. Open land usually with peaty soil covered with heather and bracken and moss
- synonym:
- moor ,
- moorland
2. Ανοικτή γη συνήθως με τύρφη χώμα που καλύπτεται με την ερείκη και βρύα και βρύα
- συνώνυμο:
- αγκυροβολώ ,
- περιφέρεια του Μόχλαντ
verb
1. Secure in or as if in a berth or dock
- "Tie up the boat"
- synonym:
- moor ,
- berth ,
- tie up
1. Ασφαλίστε μέσα ή σαν σε μια κουκέτα ή αποβάθρα
- "Δεθείτε το σκάφος"
- συνώνυμο:
- αγκυροβολώ ,
- μπερτ ,
- δένω
2. Come into or dock at a wharf
- "The big ship wharfed in the evening"
- synonym:
- moor ,
- berth ,
- wharf
2. Ελάτε σε ή αποβάθρα σε μια προβλήτα
- "Το μεγάλο πλοίο που χτύπησε το βράδυ"
- συνώνυμο:
- αγκυροβολώ ,
- μπερτ ,
- αποβάθρα
3. Secure with cables or ropes
- "Moor the boat"
- synonym:
- moor
3. Ασφαλίστε με καλώδια ή σχοινιά
- "Αγκυροβολήστε το σκάφος"
- συνώνυμο:
- αγκυροβολώ