Translation meaning & definition of the word "moonshine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μουνσελίνα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Moonshine
[Μουνσελίνα]/munʃaɪn/
noun
1. The light of the moon
- "Moonlight is the smuggler's enemy"
- "The moon was bright enough to read by"
- synonym:
- moonlight ,
- moonshine ,
- Moon
1. Το φως της σελήνης
- "Το φως του φεγγαριού είναι ο εχθρός του λαθρέμπορου"
- "Η σελήνη ήταν αρκετά φωτεινή για να διαβαστεί"
- συνώνυμο:
- φεγγαρόφωτο ,
- φεγγάρι ,
- Σελήνη
2. Whiskey illegally distilled from a corn mash
- synonym:
- moonshine ,
- bootleg ,
- corn liquor
2. Ουίσκι που αποστάζεται παράνομα από ένα πουρέ καλαμποκιού
- συνώνυμο:
- φεγγάρι ,
- παραλήρημα ,
- λικέρ καλαμποκιού
verb
1. Distill (alcohol) illegally
- Produce moonshine
- synonym:
- moonshine
1. Απόσταγμα (αλκοολ) παράνομα
- Παράγω φεγγάρι
- συνώνυμο:
- φεγγάρι
Examples of using
That old man had been making moonshine for fifty years.
Αυτός ο ηλικιωμένος άνδρας έφτιαχνε φεγγάρια για πενήντα χρόνια.