Translation meaning & definition of the word "moonlit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φωτισμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Moonlit
[Φεγγαρόλατοσ]/munlɪt/
adjective
1. Lighted by moonlight
- "The moonlit landscape"
- synonym:
- moonlit ,
- moony
1. Φωτίζεται από το φως του φεγγαριού
- "Το φεγγαρόφωτο τοπίο"
- συνώνυμο:
- φεγγαρόφωτο ,
- φεγγαρόπαιδο