Translation meaning & definition of the word "mood" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρόφιμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mood
[Διάθεση]/mud/
noun
1. A characteristic (habitual or relatively temporary) state of feeling
- "Whether he praised or cursed me depended on his temper at the time"
- "He was in a bad humor"
- synonym:
- temper ,
- mood ,
- humor ,
- humour
1. Ένα χαρακτηριστικό (συνήθης ή σχετικά προσωρινή) κατάσταση αίσθησης
- "Είτε με επαίνεσε είτε με καταράστηκε εξαρτάται από την ψυχραιμία του εκείνη την εποχή"
- "Είχε κακό χιούμορ"
- συνώνυμο:
- ψυχραιμία ,
- διάθεση ,
- χιούμορ
2. The prevailing psychological state
- "The climate of opinion"
- "The national mood had changed radically since the last election"
- synonym:
- climate ,
- mood
2. Η επικρατούσα ψυχολογική κατάσταση
- "Κλίμα απόψεων"
- "Η εθνική διάθεση είχε αλλάξει ριζικά μετά τις τελευταίες εκλογές"
- συνώνυμο:
- κλίμα ,
- διάθεση
3. Verb inflections that express how the action or state is conceived by the speaker
- synonym:
- mood ,
- mode ,
- modality
3. Προφορικές κλίσεις που εκφράζουν τον τρόπο με τον οποίο η δράση ή η κατάσταση σχεδιάζεται από τον ομιλητή
- συνώνυμο:
- διάθεση ,
- λειτουργία ,
- τροπικότητα
Examples of using
He seemed to be in a good mood.
Φαινόταν να έχει καλή διάθεση.
You're in a bad mood today, aren't you?
Έχεις κακή διάθεση σήμερα, έτσι δεν είναι?
You seem to be in a bad mood today.
Φαίνεται να έχετε κακή διάθεση σήμερα.