Translation meaning & definition of the word "monstrous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τεμπέλικο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Monstrous
[Τερατώδησ]/mɑnstrəs/
adjective
1. Abnormally large
- synonym:
- monstrous
1. Ασυνήθιστα μεγάλο
- συνώνυμο:
- τερατώδησ
2. Shockingly brutal or cruel
- "Murder is an atrocious crime"
- "A grievous offense against morality"
- "A grievous crime"
- "No excess was too monstrous for them to commit"
- synonym:
- atrocious ,
- flagitious ,
- grievous ,
- monstrous
2. Σοκαριστικά βάναυσο ή σκληρό
- "Ο δολοφόνος είναι ένα φρικτό έγκλημα"
- "Θλιβερό αδίκημα κατά της ηθικής"
- "Θλιβερό έγκλημα"
- "Καμία υπέρβαση δεν ήταν τερατώδης για να δεσμευτούν"
- συνώνυμο:
- φρικτός ,
- επιφανειακός ,
- αποτρόπαιος ,
- τερατώδησ
3. Distorted and unnatural in shape or size
- Abnormal and hideous
- "Tales of grotesque serpents eight fathoms long that churned the seas"
- "Twisted into monstrous shapes"
- synonym:
- grotesque ,
- monstrous
3. Παραμορφωμένο και αφύσικο σε σχήμα ή μέγεθος
- Ανώμαλο και αποκρουστικό
- "Πατάλες από γκροτέσκο φίδια οκτώ φτωχογειτονιές που ανατίναξαν τις θάλασσες"
- "Συστρεφόμενος στα τερατώδη σχήματα"
- συνώνυμο:
- αλλόκοτοσ ,
- τερατώδησ