Translation meaning & definition of the word "monsoon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μονσόν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Monsoon
[Μουσώνας]/mɑnsun/
noun
1. A seasonal wind in southern asia
- Blows from the southwest (bringing rain) in summer and from the northeast in winter
- synonym:
- monsoon
1. Εποχιακός άνεμος στη νότια ασία
- Χτυπήματα από τα νοτιοδυτικά (ανατροφή βροχής) το καλοκαίρι και από τα βορειοανατολικά το χειμώνα
- συνώνυμο:
- μουσώνας
2. Rainy season in southern asia when the southwestern monsoon blows, bringing heavy rains
- synonym:
- monsoon
2. Βροχερή περίοδος στη νότια ασία όταν φυσάει ο νοτιοδυτικός μουσώνας, φέρνοντας έντονες βροχές
- συνώνυμο:
- μουσώνας
3. Any wind that changes direction with the seasons
- synonym:
- monsoon
3. Κάθε άνεμος που αλλάζει κατεύθυνση με τις εποχές
- συνώνυμο:
- μουσώνας