Translation meaning & definition of the word "monotony" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μονοτονία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Monotony
[Μονοτονία]/mənɑtəni/
noun
1. The quality of wearisome constancy, routine, and lack of variety
- "He had never grown accustomed to the monotony of his work"
- "He was sick of the humdrum of his fellow prisoners"
- "He hated the sameness of the food the college served"
- synonym:
- monotony ,
- humdrum ,
- sameness
1. Η ποιότητα της σταθερότητας, της ρουτίνας και της έλλειψης ποικιλίας
- "Ποτέ δεν είχε συνηθίσει στη μονοτονία της δουλειάς του"
- "Ήταν άρρωστος από το βάλσαμο των συναδέλφων του"
- "Μισούσε την ομοιότητα των τροφίμων που εξυπηρετούσε το κολέγιο"
- συνώνυμο:
- μονοτονία ,
- βάλσαμο ,
- ομοιότητα
2. Constancy of tone or pitch or inflection
- synonym:
- monotony
2. Σταθερότητα του τόνου ή του βήματος ή της κλίσης
- συνώνυμο:
- μονοτονία
Examples of using
What can we do to relieve the monotony?
Τι μπορούμε να κάνουμε για να ανακουφίσουμε τη μονοτονία?
I was bored with the monotony of daily life.
Βαρέθηκα τη μονοτονία της καθημερινότητας.