Translation meaning & definition of the word "monotonous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μονότονο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Monotonous
[Μονότονο]/mənɑtənəs/
adjective
1. Tediously repetitious or lacking in variety
- "A humdrum existence
- All work and no play"
- "Nothing is so monotonous as the sea"
- synonym:
- humdrum ,
- monotonous
1. Κουραστικά επαναλαμβανόμενος ή λείπει από ποικιλία
- "Μια ύπαρξη του βάλσαμου
- Όλη η δουλειά και κανένα παιχνίδι"
- "Τίποτα δεν είναι τόσο μονότονο όσο η θάλασσα"
- συνώνυμο:
- βάλσαμο ,
- μονότονοσ
2. Sounded or spoken in a tone unvarying in pitch
- "The owl's faint monotonous hooting"
- synonym:
- flat ,
- monotone ,
- monotonic ,
- monotonous
2. Ακουγόταν ή μιλούσε με έναν τόνο που δεν είναι αλλοιωμένος στο γήπεδο
- "Η αχνή μονότονη λήψη της κουκουβάγιας"
- συνώνυμο:
- επίπεδο ,
- μονότονο ,
- μονοτονική ,
- μονότονοσ
Examples of using
I'm tired of this monotonous life.
Έχω κουραστεί από αυτή τη μονότονη ζωή.
I'm tired of the monotonous life.
Έχω κουραστεί από τη μονότονη ζωή.
I am tired of my monotonous life.
Έχω κουραστεί από τη μονότονη ζωή μου.