Translation meaning & definition of the word "monotone" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μονότονο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Monotone
[Μονότονο]/mɑnətoʊn/
noun
1. An unchanging intonation
- synonym:
- monotone ,
- drone ,
- droning
1. Ένας αμετάβλητος τόνος
- συνώνυμο:
- μονότονο ,
- αεροπλάνο ,
- ανατροπή
2. A single tone repeated with different words or different rhythms (especially in rendering liturgical texts)
- synonym:
- monotone
2. Ένας ενιαίος τόνος επαναλαμβάνεται με διαφορετικές λέξεις ή διαφορετικούς ρυθμούς (ειδικά στην απόδοση λειτουργικών κειμένων)
- συνώνυμο:
- μονότονο
adjective
1. Of a sequence or function
- Consistently increasing and never decreasing or consistently decreasing and never increasing in value
- synonym:
- monotonic ,
- monotone
1. Από μια ακολουθία ή συνάρτηση
- Σταθερά αυξανόμενη και ποτέ δεν μειώνεται ή μειώνεται σταθερά και ποτέ δεν αυξάνεται σε αξία
- συνώνυμο:
- μονοτονική ,
- μονότονο
2. Sounded or spoken in a tone unvarying in pitch
- "The owl's faint monotonous hooting"
- synonym:
- flat ,
- monotone ,
- monotonic ,
- monotonous
2. Ακουγόταν ή μιλούσε με έναν τόνο που δεν είναι αλλοιωμένος στο γήπεδο
- "Η αχνή μονότονη λήψη της κουκουβάγιας"
- συνώνυμο:
- επίπεδο ,
- μονότονο ,
- μονοτονική ,
- μονότονοσ