Translation meaning & definition of the word "monopoly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μονοπώλιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Monopoly
[Μονοπώλιο]/mənɑpəli/
noun
1. (economics) a market in which there are many buyers but only one seller
- "A monopoly on silver"
- "When you have a monopoly you can ask any price you like"
- synonym:
- monopoly
1. (οικονομικά) μια αγορά στην οποία υπάρχουν πολλοί αγοραστές αλλά μόνο ένας πωλητής
- "Μονοπώλιο στο ασήμι"
- "Όταν έχετε ένα μονοπώλιο μπορείτε να ζητήσετε οποιαδήποτε τιμή θέλετε"
- συνώνυμο:
- μονοπώλιο
2. Exclusive control or possession of something
- "They have no monopoly on intelligence"
- synonym:
- monopoly
2. Αποκλειστικός έλεγχος ή κατοχή κάποιου πράγματος
- "Δεν έχουν μονοπώλιο στη νοημοσύνη"
- συνώνυμο:
- μονοπώλιο
3. A board game in which players try to gain a monopoly on real estate as pieces advance around the board according to the throw of a die
- synonym:
- Monopoly
3. Ένα επιτραπέζιο παιχνίδι στο οποίο οι παίκτες προσπαθούν να κερδίσουν ένα μονοπώλιο στην ακίνητη περιουσία καθώς τα κομμάτια προχωρούν γύρω από
- συνώνυμο:
- Μονοπώλιο