Translation meaning & definition of the word "monologue" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μονόλογος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Monologue
[Μονόλογος]/mɑnəlɔg/
noun
1. Speech you make to yourself
- synonym:
- soliloquy ,
- monologue
1. Ομιλία που κάνετε στον εαυτό σας
- συνώνυμο:
- μονολογώ ,
- μονόλογος
2. A long utterance by one person (especially one that prevents others from participating in the conversation)
- synonym:
- monologue
2. Μια μακρά ομιλία από ένα άτομο (ειδικά ένα που εμποδίζει άλλους να συμμετάσχουν στη συζήτηση)
- συνώνυμο:
- μονόλογος
3. A (usually long) dramatic speech by a single actor
- synonym:
- monologue
3. Μια (συνήθως μακριά) δραματική ομιλία από έναν μόνο ηθοποιό
- συνώνυμο:
- μονόλογος