Translation meaning & definition of the word "monocle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μονοκλή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Monocle
[Μονόκλ]/mɑnəkəl/
noun
1. Lens for correcting defective vision in one eye
- Held in place by facial muscles
- synonym:
- monocle ,
- eyeglass
1. Φακός για τη διόρθωση της ελαττωματικής όρασης στο ένα μάτι
- Κρατημένος στη θέση του από τους μυς του προσώπου
- συνώνυμο:
- μονόκληρος ,
- γυαλιά