Translation meaning & definition of the word "monkey" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαϊμού" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Monkey
[Μαϊμού]/məŋki/
noun
1. Any of various long-tailed primates (excluding the prosimians)
- synonym:
- monkey
1. Οποιοδήποτε από τα διάφορα μακράς ουράς πρωτεύοντα θηλαστικά ( εκτός από τα προσιμιανσι)
- συνώνυμο:
- μαϊμού
2. One who is playfully mischievous
- synonym:
- imp ,
- scamp ,
- monkey ,
- rascal ,
- rapscallion ,
- scalawag ,
- scallywag
2. Αυτός που είναι παιχνιδιάρικα άτακτος
- συνώνυμο:
- εμπόδιο ,
- αποτέφρωση ,
- μαϊμού ,
- αναβραστικόσ ,
- ραπαλλιόν ,
- βαθμωτή ,
- απολέπιση
verb
1. Play around with or alter or falsify, usually secretively or dishonestly
- "Someone tampered with the documents on my desk"
- "The reporter fiddle with the facts"
- synonym:
- tamper ,
- fiddle ,
- monkey
1. Παίξτε με ή αλλάξτε ή παραποιήστε, συνήθως μυστικά ή ανέντιμα
- "Κάποιος παραβίασε τα έγγραφα στο γραφείο μου"
- "Ο δημοσιογράφος παραπέμπει στα γεγονότα"
- συνώνυμο:
- παραποίηση ,
- βιολί ,
- μαϊμού
2. Do random, unplanned work or activities or spend time idly
- "The old lady is usually mucking about in her little house"
- synonym:
- putter ,
- mess around ,
- potter ,
- tinker ,
- monkey ,
- monkey around ,
- muck about ,
- muck around
2. Κάντε τυχαία, μη προγραμματισμένη εργασία ή δραστηριότητες ή περάστε αδρανή χρόνο
- "Η ηλικιωμένη κυρία συνήθως περιπλανιέται στο μικρό της σπίτι"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- ανακατώ ,
- αγγειοπλάστησ ,
- τίνκερ ,
- μαϊμού ,
- μαϊμού γύρω ,
- περιπλανώμαι
Examples of using
I'm not talking to you, I am talking to the monkey.
Δεν σου μιλάω, μιλάω με τον πίθηκο.
I'm just about to whack you on the ears with a spoon, you monkey.
Είμαι έτοιμος να σε χτυπήσω στα αυτιά με ένα κουτάλι, μαϊμού.
The monkey rode on the colt.
Ο πίθηκος περιπλανήθηκε στο πουλάρι.