Translation meaning & definition of the word "mongoose" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαγκούστα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mongoose
[Μογγολική]/mɑŋgus/
noun
1. Agile grizzled old world viverrine
- Preys on snakes and rodents
- synonym:
- mongoose
1. Ευέλικτη αγέλησε τον ειρωνευτή του παλαιού κόσμου
- Ποιητές σε φίδια και τρωκτικά
- συνώνυμο:
- μαγκούστα