Translation meaning & definition of the word "money" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χρήμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Money
[Χρήματα]/məni/
noun
1. The most common medium of exchange
- Functions as legal tender
- "We tried to collect the money he owed us"
- synonym:
- money
1. Το πιο κοινό μέσο ανταλλαγής
- Λειτουργεί ως νόμιμο χρήμα
- "Προσπαθήσαμε να μαζέψουμε τα χρήματα που μας χρωστούσε"
- συνώνυμο:
- χρήματα
2. Wealth reckoned in terms of money
- "All his money is in real estate"
- synonym:
- money
2. Πλούτος υπολογίζεται σε χρήματα
- "Όλα τα χρήματά του είναι σε ακίνητη περιουσία"
- συνώνυμο:
- χρήματα
3. The official currency issued by a government or national bank
- "He changed his money into francs"
- synonym:
- money
3. Το επίσημο νόμισμα που εκδίδεται από κυβερνητική ή εθνική τράπεζα
- "Άλλαξε τα χρήματά του σε φράγκα"
- συνώνυμο:
- χρήματα
Examples of using
This will take time, money and patience.
Αυτό θα πάρει χρόνο, χρήμα και υπομονή.
My money is running low.
Τα χρήματά μου είναι χαμηλά.
Tom was an astute businessman who made a lot of money.
Ο Τομ ήταν ένας έξυπνος επιχειρηματίας που έβγαλε πολλά χρήματα.