Translation meaning & definition of the word "monastic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μοναστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Monastic
[Μοναστηριακή]/mənæstɪk/
noun
1. A male religious living in a cloister and devoting himself to contemplation and prayer and work
- synonym:
- monk ,
- monastic
1. Ένας άνδρας θρησκευόμενος που ζει σε ένα μοναστήρι και αφιερώνεται στο στοχασμό, την προσευχή και την εργασία
- συνώνυμο:
- μοναχός ,
- μοναστηριακός
adjective
1. Of communal life sequestered from the world under religious vows
- synonym:
- cloistered ,
- cloistral ,
- conventual ,
- monastic ,
- monastical
1. Της κοινοτικής ζωής που αλληλουχείται από τον κόσμο κάτω από θρησκευτικούς όρκους
- συνώνυμο:
- κλειστόσ ,
- κλοιστράλη ,
- μοναστήρι ,
- μοναστηριακός ,
- μοναστικόσ