Translation meaning & definition of the word "monastery" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μοναστήρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Monastery
[Μοναστήρι]/mɑnəstɛri/
noun
1. The residence of a religious community
- synonym:
- monastery
1. Η κατοικία μιας θρησκευτικής κοινότητας
- συνώνυμο:
- μοναστήρι
Examples of using
A monastery once stood here.
Κάποτε ένα μοναστήρι στεκόταν εδώ.