Translation meaning & definition of the word "mon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μον" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mon
[Μον]/moʊn/
noun
1. The second day of the week
- The first working day
- synonym:
- Monday ,
- Mon
1. Η δεύτερη μέρα της εβδομάδας
- Η πρώτη εργάσιμη ημέρα
- συνώνυμο:
- Δευτέρα ,
- Μον
2. A member of a buddhist people living in myanmar and adjacent parts of thailand
- synonym:
- Mon
2. Ένα μέλος ενός βουδιστικού λαού που ζει στη μιανμάρ και σε παρακείμενα μέρη της ταϊλάνδης
- συνώνυμο:
- Μον
3. The mon-khmer language spoken by the mon
- synonym:
- Mon
3. Η γλώσσα δε-χμερ που ομιλείται από τον μον
- συνώνυμο:
- Μον