Translation meaning & definition of the word "molt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Molt
[Μολτ]/moʊlt/
noun
1. Periodic shedding of the cuticle in arthropods or the outer skin in reptiles
- synonym:
- molt ,
- molting ,
- moult ,
- moulting ,
- ecdysis
1. Περιοδική αποβολή της επιδερμίδας σε αρθρόποδα ή στο εξωτερικό δέρμα σε ερπετά
- συνώνυμο:
- μολτ ,
- τήξη ,
- είδοσ πουλιού ,
- πολτοποίηση ,
- εκδύσεισ
verb
1. Cast off hair, skin, horn, or feathers
- "Our dog sheds every spring"
- synonym:
- shed ,
- molt ,
- exuviate ,
- moult ,
- slough
1. Απορρίψτε τα μαλλιά, το δέρμα, το κέρατο, ή τα φτερά
- "Ο σκύλος μας χύνει κάθε άνοιξη"
- συνώνυμο:
- αποβάλλω ,
- μολτ ,
- εξευμενίζω ,
- είδοσ πουλιού ,
- παραπονεμένοσ