Translation meaning & definition of the word "molester" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μελετητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Molester
[Μολυστήρα]/məlɛstər/
noun
1. Someone who subjects others to unwanted or improper sexual activities
- synonym:
- molester
1. Κάποιος που υποβάλλει άλλους σε ανεπιθύμητες ή ακατάλληλες σεξουαλικές δραστηριότητες
- συνώνυμο:
- μολυβδούχοσ