Translation meaning & definition of the word "molecular" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μοριακή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Molecular
[Μοριακός]/məlɛkjələr/
adjective
1. Relating to or produced by or consisting of molecules
- "Molecular structure"
- "Molecular oxygen"
- "Molecular weight is the sum of all the atoms in a molecule"
- synonym:
- molecular
1. Σχετίζονται ή παράγονται από ή αποτελούνται από μόρια
- "Μοριακή δομή"
- "Μοριακό οξυγόνο"
- "Το μοριακό βάρος είναι το άθροισμα όλων των ατόμων σε ένα μόριο"
- συνώνυμο:
- μοριακός
2. Relating to simple or elementary organization
- "Proceed by more and more detailed analysis to the molecular facts of perception"--g.a. miller
- synonym:
- molecular(a)
2. Σχετικά με την απλή ή στοιχειώδη οργάνωση
- "Προχωρήστε με όλο και πιο λεπτομερή ανάλυση στα μοριακά γεγονότα της αντίληψης"-γ.α. μίλερ
- συνώνυμο:
- μορια(