Translation meaning & definition of the word "molar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ηλιακή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Molar
[Μυλωνικόσ]/moʊlər/
noun
1. Grinding tooth with a broad crown
- Located behind the premolars
- synonym:
- molar ,
- grinder
1. Λείανση δοντιού με ευρεία κορώνα
- Βρίσκεται πίσω από τις προεξοχές
- συνώνυμο:
- μιλιακόσ ,
- μύλοσ
adjective
1. Of or pertaining to the grinding teeth in the back of a mammal's mouth
- "Molar teeth"
- synonym:
- molar
1. Από ή που σχετίζονται με τα δόντια λείανσης στο πίσω μέρος του στόματος ενός θηλαστικού
- "Ηλιακά δόντια"
- συνώνυμο:
- μιλιακόσ
2. Designating a solution containing one mole of solute per liter of solution
- synonym:
- molar
2. Προσδιορισμός ενός διαλύματος που περιέχει ένα μόλο του διαλύματος ανά λίτρο
- συνώνυμο:
- μιλιακόσ
3. Containing one mole of a substance
- "Molar weight"
- synonym:
- molar
3. Περιέχει έναν σπίλο μιας ουσίας
- "Ηλιακό βάρος"
- συνώνυμο:
- μιλιακόσ
4. Pertaining to large units of behavior
- "Such molar problems of personality as the ego functions"--r.r. hunt
- synonym:
- molar(a)
4. Αφορά μεγάλες μονάδες συμπεριφοράς
- "Τέτοια μοριακά προβλήματα της προσωπικότητας όπως λειτουργεί το εγώ"-ρ. κυνήγι
- συνώνυμο:
- μολα()
Examples of using
I had to get a molar extracted.
Έπρεπε να εξαχθεί ένας γραμμωτός.