Translation meaning & definition of the word "mola" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μόλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Mola
[Μόλα]/moʊlə/
noun
1. Among the largest bony fish
- Pelagic fish having an oval compressed body with high dorsal and anal fins and caudal fin reduced to a rudder-like lobe
- Worldwide in warm waters
- synonym:
- ocean sunfish ,
- sunfish ,
- mola ,
- headfish
1. Ανάμεσα στα μεγαλύτερα οστεώδη ψάρια
- Πελαγικά ψάρια με οβάλ συμπιεσμένο σώμα με υψηλά ραχιαία και πρωκτικά πτερύγια και καουδαρχικό πτερύγιο μειωμένο σε λοβό που μοιάζει με πηδάλιο
- Παγκοσμίως σε ζεστά νερά
- συνώνυμο:
- ωκεάνια ηλιοβασίλεμα ,
- ηλιόλουστοσ ,
- μόλα ,
- ακρωτήριο